σάγμα

σάγμα
τό
1) см. σαμάρι; 2) тех подушка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σάγμα" в других словарях:

  • σάγμα — covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… …   Dictionary of Greek

  • σάγμα — το, ατος σαμάρι: Τοποθετώ το σάγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐλάκτισεν ὁ γαίδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα. — ἐλάκτισεν ὁ γαίδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα. См. Не по коню, так по оглоблям …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σάγμ' — σάγμα , σάγμα covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγμάτων — σάγμα covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμασι — σάγμα covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμασιν — σάγμα covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγματα — σάγμα covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγματι — σάγμα covering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγματος — σάγμα covering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»