σάγμα
Смотреть что такое "σάγμα" в других словарях:
σάγμα — covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… … Dictionary of Greek
σάγμα — το, ατος σαμάρι: Τοποθετώ το σάγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐλάκτισεν ὁ γαίδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα. — ἐλάκτισεν ὁ γαίδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα. См. Не по коню, так по оглоблям … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σάγμ' — σάγμα , σάγμα covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγμάτων — σάγμα covering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγμασι — σάγμα covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγμασιν — σάγμα covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγματα — σάγμα covering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγματι — σάγμα covering neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγματος — σάγμα covering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)